αργκάσι
(ουσ. ουδ.)
αργκάσ̑'
[arˈgaʃ]
Ουλαγ.
αργάσ'
[arˈɣas]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. argaç = υφάδι.
Υφάδι
ό.π.τ.
:
Σώρουψι ντ' αργάσ'
(Μάζεψε το υφάδι)
Μισθ.
-Κοτσαν.