ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αργκάσι (ουσ. ουδ.) αργκάσ̑' [arˈgaʃ] Ουλαγ. αργάσ' [arˈɣas] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. argaç = υφάδι.
Υφάδι ό.π.τ. : Σώρουψι ντ' αργάσ' (Μάζεψε το υφάδι) Μισθ. -Κοτσαν.