αργατινός
(επίθ.)
αγρατσινού
[aɣratsiˈnu]
Μισθ.
αγραεκινό
[aɣraeciˈno]
Αξ.
Από το νεότ. επίθ. ἀργατινός = εσπερινός, βραδινός (πβ. και ν.ε. διαλεκτ. αργαδινός), το οπ. από το επίρρ. αργά αναλογ. προς το επίθ. βραδινός (βλ. Χατζιδάκις, ΜΝΕ Α', 65). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τύπ. αργαδινός, αργατινός, αγραδινός, αργακινός (ΙΛΝΕ, λ. αργαδινός). Ο τύπ. αγραεκινό παρετυμολ. κατά το επίρρ. εκεί.