ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οϊμάς (I) (ουσ. αρσ.) οϊμάς [oiʹmas] Φάρασ. Πληθ. οϊμάδε [oiʹmaðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. oyma = α) σκάψιμο, σκάλισμα, χάραξη β) γλυπτό ή σκαλισμένο αντικείμενο.
Γλυπτό ή σκάλισμα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2025