οϊμάς (I)
(ουσ. αρσ.)
οϊμάς
[oiʹmas]
Φάρασ.
Πληθ.
οϊμάδε
[oiʹmaðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. oyma = α) σκάψιμο, σκάλισμα, χάραξη β) γλυπτό ή σκαλισμένο αντικείμενο.
Γλυπτό ή σκάλισμα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2025