ογούντημα
(ουσ. ουδ.)
ογούνdημα
[oˈɣundima]
Μισθ.
Aπό το ρ. ογουντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αυτοέπαινος, καύχημα
Συνών.
καυχησιά