ογιούνι
(ουσ. ουδ.)
ογιούν'
[oˈʝun]
Αραβαν.
ογίν'
[oˈʝin]
Σινασσ.
οΐνι
[oˈini]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
οΐν'
[oˈin]
Μισθ.
οΰν'
[oˈyn]
Ουλαγ.
Πληθ.
οΐνια
[oˈiɲa]
Μισθ., Σίλ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. oyun, όπου και διαλεκτ. τύπ. oyın = α) παιχνίδι β) παράσταση γ) κόλπο, απάτη δ) χορός.
1. Παιχνίδι, κόλπο
Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Εμέ ότιλαα έπ'κετ' με, νο'ο ποίκητ' ένα οΰν'
(Όπως κάνατε με μένα, να του παίξετε ένα παιχνίδι (να τον ξεγελάσετε))
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κουθάω τ' οΐνι
(Εξακολουθώ το παιχνίδι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Σκούνdους μας πολλά οΐνια φτσ̑άνει
(Ο σκύλος μας κάνει πολλά παιχνίδια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Γκι εσένα έπ’καν σε οΰν’ άμ-μα το ’μόνα νταά μπετέρ ’ναι
(Και σένα σου έκαναν παιχνίδι αλλά το δικό μου είναι χειρότερο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γιάι μι σ̑άνεις οΐνια;
(Γιατί μου κάνεις καψόνια;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ν' αραΐσεις τσ̑ι προτ'νού τ', ν΄αραΐσεις τσ̑ι πισ'νού τ', λέ, μετά νο ο ποίκεις οϊν'
(Να ψάξεις και το μπροστινό του, να ψάξεις και το πισινό του, λέει, και μετά να τον περιπαίξεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ο πληθ. ως επίρρ., πολύ καλά, ευχάριστα
Τροχ.
:
Τα τσ̑ιγόρια πλύνισ̑καμ’, βράζισ̑καμ’ τα με νερό, έβαζες άλας, λεμόνι, νερό και περνούσες οΐνια
(Τα ραδίκια τα πλέναμε, τα βράζαμε σε νερό, έβαζες αλάτι, λεμόνι, νερό και περνούσες μια χαρά)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αϊνάς :2, γλυκά :1, χαβασλούδια
Τροποποιήθηκε: 28/05/2025