ογιούνι
(ουσ. ουδ.)
ογιούν'
[oˈʝun]
Αραβαν.
ογίν'
[oˈʝin]
Σινασσ.
οΐνι
[oˈini]
Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ.
οΐν'
[oˈin]
Μισθ.
οΰν'
[oˈyn]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. oyun = α) παιχνίδι β) παράσταση γ) κόλπο, απάτη δ) χορός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. oyın.
Παιχνίδι, κόλπο
ό.π.τ.
:
Εμέ ότιλαα έπ'κετ' με, νο'ο ποίκειτ' ένα οΰν'
(Όπως κάνατε με μένα, να του παίξετε ένα παιχνίδι (να τον ξεγελάσετε))
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κουθάω τ' οΐνι
(Εξακολουθώ το παιχνίδι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Γιάι μι σιάνεις οΐνια;
(Γιατί μου κάνεις καψόνια;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σκούνdους μας πολλά οΐνια φτσ̑άνει
(Ο σκύλος μας κάνει πολλά παιχνίδια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Γκι εσένα έπ’καν σε οΰν’ άμ-μα, το ’μονα dαά μπετέρ ’ναι
(Και σένα σου έκαναν παιχνίδι, αλλά το δικό μου είναι χειρότερο)
Ουλαγ.
-Κεσ.