ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ογιούνι (ουσ. ουδ.) ογιούν' [oˈʝun] Αραβαν. ογίν' [oˈʝin] Σινασσ. οΐνι [oˈini] Αφσάρ., Σίλ., Φάρασ. οΐν' [oˈin] Μισθ. οΰν' [oˈyn] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. oyun = α) παιχνίδι β) παράσταση γ) κόλπο, απάτη δ) χορός, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. oyın.
Παιχνίδι, κόλπο ό.π.τ. : Εμέ ότιλαα έπ'κετ' με, νο'ο ποίκειτ' ένα οΰν' (Όπως κάνατε με μένα, να του παίξετε ένα παιχνίδι (να τον ξεγελάσετε)) Ουλαγ. -Κεσ. Κουθάω τ' οΐνι (Εξακολουθώ το παιχνίδι) Φάρασ. -Ανδρ. Γιάι μι σιάνεις οΐνια; (Γιατί μου κάνεις καψόνια;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σκούνdους μας πολλά οΐνια φτσ̑άνει (Ο σκύλος μας κάνει πολλά παιχνίδια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Γκι εσένα έπ’καν σε οΰν’ άμ-μα, το ’μονα dαά μπετέρ ’ναι (Και σένα σου έκαναν παιχνίδι, αλλά το δικό μου είναι χειρότερο) Ουλαγ. -Κεσ.