οβέζ
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
οβέζια
[oˈvezʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. üvez = α) μουσμουλιά β) μούσμουλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. ovez.
Είδος μούσμουλου
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025