κούπα (II)
(επίρρ.)
κούπα
[ˈkupa]
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φλογ.
Πιθ. από το ρ. κουπώνω < αρχ. ρ. κυπόω = ανατρέπω υποχωρητ. (βλ. Dawkins 1915: 613). Πβ. μεσν. επίρρ. ἀπόκουπα, ἐπίκουπα = μπρούμυτα, το οπ. από την πρόθ. επί/από + το ουσ. κούπα (Λεξ. Κριαρ.).
1. Μπρούμυτα
ό.π.τ.
:
Ντώκα κούπα
(Έπεσα ανάποδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πέφτω κούπα
(Πέφτω μπρούμυτα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Κούπα πέφτει
(Πέφτει μπρούμυτα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322
Εικόνα μας έπεσε κούπα, καλό δεν έν'
(Η εικόνα μας έπεσε με την ζωγραφιά προς τα κάτω, δεν είναι καλός οιωνός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Καλακονίζει και ξειλάει κουbέ τζης
(Σκοντάφτει και πέφτει μπρούμυτα)
Φάρασ.
-Καρολ.
|| Ασμ.
Τ' έχεις, τ' έχεις μανούλα μου, κι ότι με είδες
στον ήλιο κούπα πέφτεις; (Τι έχεις, τι έχεις μανούλα μου, κι όταν με δεις
πέφτεις κάτω με τα μούτρα;) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
στον ήλιο κούπα πέφτεις; (Τι έχεις, τι έχεις μανούλα μου, κι όταν με δεις
πέφτεις κάτω με τα μούτρα;) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
2. Γονατιστά και σκυφτά
Φλογ.
:
Το παιδί θώρανε το γιαγιά τ’ κούπα, πέφτισκε κι εκείνο κάτω
(Το παιδί έβλεπε την γιαγιά του γονατιστή και σκυφτή, έπεφτε κι εκείνο κάτω)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
3. Ανάποδα
Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
'ύρτσεν ντα σένdα κούπα
(Το γύρισε ανάποδα)
Φάρασ.
-Dawk.
Τυλίχτηνι σο σιτίλι, 'ύρτσιν τα κούπα, ατσ̑είνου το γα τσίπ κούπουσίν τα στή
(Τυλίχτηκε στην καρδάρα, την αναποδογύρισε, εκείνο το γάλα όλο το έχυσε στη γη)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Φέρνει μας άνα κούπα με τα κιτάπια του και τας γαζέτες του
(Μας κάνει άνω κάτω με τα βιβλία του και τις εφημερίδες του)
Σίλ.
-ΔΕΟ
Συνών.
αβίς, ανακούπα, κούπαλλαϊ, ντεβρέδια