κουντουρντατώ
(ρ.)
κουντ͑ουρντατώ
[kuntʰurdaˈto]
Σίλ.
Aπό το τουρκ. ρ. kıtırdamak = τραγανίζω, ροκανίζω.
Ροκανίζω, τραγανίζω, μασώ θορυβωδώς κάτι ξερό
:
Μπαξουμάdζι κουντ͑ουρντατώ
(Ροκανίζω παξιμάδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6