κουντούρντημα
(ουσ. ουδ.)
γουdούρντημα
[ɣuˈdurdima]
Μισθ.
Από το ρ. κουντουρτίζω, όπου και τύπ. γουdουρντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Παραφροσύνη