κουντηματόκκο
(ουσ. ουδ.)
κονdηματόκ-κο
[kondimaʹtokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κούντημα και το υποκορ. επίθμ. -όκκο. Για την λ. βλ. Ανδριώτης (1948: 42).
Παιδικό παιχνίδι
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025