κουντακλαντίζω
(ρ.)
κουντακλανdι̂́ζω
[kundaklaˈdɯzo]
Σεμέντρ.
γουνdαχλαdίζω
[ɣundaxla'dɯzo]
Αξ., Σίλατ.
Από τον αόρ. του ρ. kundaklamak = φασκιώνω.
Φασκιώνω
ό.π.τ.
:
Γουντάχ’ γουνταχλάτ’ζαν ντο
(Το φάσκιωναν με φασκιά)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.
Συνών.
φασκιώνω