κουντελίκι
(ουσ. ουδ.)
γκιουνdελίκ'
[ɟundeˈlik]
Ουλαγ.
κουνdελίκι
[kundeˈlici]
Σατ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. gündelik, όπου και διαλεκτ. τύπ. köndälik = α) καθημερινός, ημερήσιος β) ως ουσ., μεροκάματο.
Μεροκάματο
ό.π.τ.
:
Χτίσκανε μο το κουνdελίκι· δίνκαμ’ τα για τριάνdα για είκοσι πένdε γρόσε
(Χτίζανε με το μεροκάματο· τους δίναμε ή τριάντα ή εικοσιπέντε γρόσια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γκετσ̑ιντάμε μο το κουνdελίκι
(Ζούμε με το μεροκάματο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
μερικός, μεροκάματο