ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουντελίκι (ουσ. ουδ.) γκιουνdελίκ' [ɟundeˈlik] Ουλαγ. κουνdελίκι [kundeˈlici] Σατ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. gündelik, όπου και διαλεκτ. τύπ. köndälik = α) καθημερινός, ημερήσιος β) ως ουσ., μεροκάματο.
Μεροκάματο ό.π.τ. : Χτίσκανε μο το κουνdελίκι· δίνκαμ’ τα για τριάνdα για είκοσι πένdε γρόσε (Χτίζανε με το μεροκάματο· τους δίναμε ή τριάντα ή εικοσιπέντε γρόσια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γκετσ̑ιντάμε μο το κουνdελίκι (Ζούμε με το μεροκάματο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. μερικός, μεροκάματο