σίγρι
(ουσ. ουδ.)
σίγρι
[ˈsiɣri]
Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ.
σ̑ίγρι
[ˈʃiɣri]
Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ.
σιέγρι
[ˈsçeɣri]
Αφσάρ.
σ̑ιγίρ'
[ʃiˈʝir]
Φλογ.
Πληθ.
σ̑ίγιρια
[ˈʃiʝιrʝa]
Από το μεσν. ουσ. σιγρίον = κρεατοελιά, μυρμηγκιά (βλ. LBG).
1. Τα χελώνια του δέρματος
Μισθ.
2. Eίδος θάμνου, τραγάκανθα
Ανακ., Αφσάρ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
:
Τράν' τα γένια σ' που νόσανε εφτά γουμάρια σίγρια
(Κοίτα τα γένια σου που γίνανε (πυκνά σαν) εφτά φορτία αγριόχορτα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Τυφλό σ̑ίγρι
(Τυφλή τραγάκανθα˙ Είδος τραγάκανθας με πολύ μικρά φύλλα και αγκάθια)
-Κωστ.Μ.
Τραβούν τον σα χορτάρια κι ετός παγαίν' στα σίγρια
(Τον τραβούν στα χορτάρια κι αυτός πηγαίνει στα αγριόχορτα˙ Αφήνει κάτι σημαντικό για κάτι ασήμαντο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.