ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σίγρι (ουσ. ουδ.) σίγρι [ˈsiɣri] Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ. σ̑ίγρι [ˈʃiɣri] Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ. σιέγρι [ˈsçeɣri] Αφσάρ. σ̑ιγίρ' [ʃiˈʝir] Φλογ. Πληθ. σ̑ίγιρια [ˈʃiʝιrʝa] Από το μεσν. ουσ. σιγρίον = κρεατοελιά, μυρμηγκιά (βλ. LBG).
1. Τα χελώνια του δέρματος Μισθ.
2. Eίδος θάμνου, τραγάκανθα Ανακ., Αφσάρ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. : Τράν' τα γένια σ' που νόσανε εφτά γουμάρια σίγρια (Κοίτα τα γένια σου που γίνανε (πυκνά σαν) εφτά φορτία αγριόχορτα) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Τυφλό σ̑ίγρι (Τυφλή τραγάκανθα˙ Είδος τραγάκανθας με πολύ μικρά φύλλα και αγκάθια) -Κωστ.Μ. Τραβούν τον σα χορτάρια κι ετός παγαίν' στα σίγρια (Τον τραβούν στα χορτάρια κι αυτός πηγαίνει στα αγριόχορτα˙ Αφήνει κάτι σημαντικό για κάτι ασήμαντο) Σινασσ. -Αρχέλ.