ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σίγρι (ουσ. ουδ.) σίγρι [ˈsiɣri] Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ. σ̑ίγρι [ˈʃiɣri] Ανακ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ. σιέγρι [ˈsçeɣri] Αφσάρ. σ̑ιγίρ' [ʃiˈʝir] Φλογ. γι̂σι̂́ρ’ [ɣɯˈsɯr] Τροχ. Πληθ. σ̑ίγιρια [ˈʃiʝιrʝa] σ̑ίγιρ' [ˈʃiʝir] Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. σιγρίον = κρεατοελιά, μυρμηγκιά (βλ. LBG). Ο τύπ. γι̂σι̂́ρ’ από τον τύπ. σ̑ιγίρ' με μετάθ. συλλ.
1. Τα χελώνια του δέρματος Μισθ., Τροχ. : Σήμερα περπήγα ναίκα ’ς ένα θεραπεία· ’ς το χέρι τ’ είχ̇εν ένα γι̂σι̂́ρ’ (Σήμερα πήγα την γυναίκα μου σε μια θεραπεία· στο χέρι της είχε ένα χελώνιο) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Eίδος θάμνου, τραγάκανθα Ανακ., Αφσάρ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. : Τράν' τα γένια σ' που νόσανε εφτά γουμάρια σίγρια (Κοίτα τα γένια σου που γίνανε (πυκνά σαν) εφτά φορτία αγριόχορτα) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Τυφλό σ̑ίγρι (Τυφλή τραγάκανθα˙ Είδος τραγάκανθας με πολύ μικρά φύλλα και αγκάθια) -Κωστ.Μ. Τραβούν τον σα χορτάρια κι ετός παγαίν' στα σίγρια (Τον τραβούν στα χορτάρια κι αυτός πηγαίνει στα αγριόχορτα˙ Αφήνει κάτι σημαντικό για κάτι ασήμαντο) Σινασσ. -Αρχέλ.
Τροποποιήθηκε: 06/11/2025