σιζιλάτημα
(ουσ. ουδ.)
σιζιλάτημα
[siziˈlatima]
Φάρασ.
σιλάτημα
[siˈlatima]
Φλογ.
Από το ρ. σιζιλαντίζω όπου και τύπ. σιζιλατώ και σιλατώ με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και -ήμα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. σιζλατώ, το κλαψούρισμα
ό.π.τ.