ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιζιλάτημα (ουσ. ουδ.) σιζιλάτημα [siziˈlatima] Φάρασ. σιλάτημα [siˈlatima] Φλογ. Από το ρ. σιζιλαντίζω όπου και τύπ. σιζιλατώ και σιλατώ με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και -ήμα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. σιζλατώ, το κλαψούρισμα ό.π.τ.