σίγκιλης
(επίθ.)
σίgιλης
['siɟilis]
Γούρδ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. şıkıl = για σώμα, λεπτό, μακρύ και στεγνό.
Κάτισχνος