σίαγμα
(ουσ. ουδ.)
σίαγμα
[ˈsiaɣma]
Σίλ.
Από το ρ. σάνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φτιάξιμο, σιάξιμο
:
'να χάλ' σίαγμα 'ναι αυτό;
(Τι σόι φτιάξιμο είναι αυτό;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.