ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σίαγμα (ουσ. ουδ.) σίαγμα [ˈsiaɣma] Σίλ. Από το ρ. σάνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φτιάξιμο, σιάξιμο : 'να χάλ’ σίαγμα 'ναι αυτό; (Τι σόι φτιάξιμο είναι αυτό;) Σίλ. -Κωστ.Σ.
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025