χαρμαντζής
(ουσ. αρσ.)
χαρμανdζής
[xarmanˈdzis]
Ανακ.
χαρμαντσ̑ής
[xarmanˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. harmancı = αλωνιστής.