χαρτσικάτ
(ουσ. ουδ.)
χαρτσικάτ'
[xartsiˈkat]
Ανακ., Αξ., Δίλ.
χαρτσουκάτ'
[xartsuˈkat]
Ποτάμ., Σινασσ.
χαρτσ̑ικά
[xartʃiˈka]
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
χαρτσικάς
[xartsiˈkas]
Τροχ.
χαρτσίκα
[xarˈtsika]
Τροχ.
Πληθ.
χαρτσικάδια
[xartsiˈkaðʝa]
Φλογ.
χαλτσικά
[xaltsiˈka]
Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. hecirget, όπου και τύπ. haçırkat = σιδερένια εσχάρα ποικίλων σχημάτων για το ταντούρι, το οπ. από το αρμεν. ουσ. խաչերկաթ (xačʿerkatʿ) = πυροστιά που τοποθετείται πάνω από το ταντούρι (Dankoff 1995: 223). Εσφαλμένες οι ετυμολογήσεις του Μαυροχαλυβίδη (1990: 652) από το τουρκ. ουσ. haşkerişe, του Κωστάκη (1963: 63) από το αρμεν. ουσ. χaç խաչ = σταυρός, καθώς και του Παπαδόπουλου (1958-1961: λ. χαντζοκράτες) από αμάρτ. ρ. χαντζοκρατώ.
1. Σιδερένια σταυροειδής σχάρα που τοποθετείται στο στόμιο του ταντουριού για μαγείρεμα
ό.π.τ.
:
Tαϊάτ'σες το χαρτσ̑ικά σο κοσέ
(Έστησες την σχάρα του ταντουριού στην γωνία)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Συνών.
σκάρα :1
2. Μασιά
Δίλ.
:
Το χαρτσικάτ’ θέκνισκαμ’ το’ς ση θύρα ομbρό σταυρωτίς
(Τη μασιά τη βάζαμε μπροστά στην πόρτα σταυρωτά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
γκελμπερί, ερσίνι :1, κουσαγκού, μασιά :1