κουμάσι (I)
(ουσ. ουδ.)
κουμάσ'
[kuˈmas]
Ανακ.
γουμάσι
[ɣuˈmasi]
Ποτάμ., Σίλ.
γουμάσ̑ι
[ɣuˈmaʃi]
Σινασσ., Φάρασ.
qομάσ'
[qoʹmas]
Φλογ.
γομάσ̑’
[ɣoˈmaʃ ]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το νεότ. ουσ. κουμάσι = τεμάχιο μεταξωτού υφάσματος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kumaş = ύφασμα.
1. Ύφασμα καλής ποιότητας
Ανακ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Το κουμάσ̑' γκλώσ' το, να κόψει ένα χούφτα παράδια, εμένα ένα τόπ' σετάρι σώνει με
(Το πολύτιμο ύφασμα πάρ' το πίσω, να περικόψει μερικά χρήματα, εμένα ένα τόπι χαμηλής ποιότητας με φτάνει)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ασ' σον Κισάρα φέρισ̑καν καλά πιρτίδια, qομάσ̑α παχαλούδια
(Από την Καισάρεια έφερναν καλά υφάσματα, υφάσματα ακριβά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Τα τοκάνε είχαν γουμάσε, 'σ' τ’ εμάς 'γοράσκαν πουά τούρτσ̑ικα χωρία
(Τα καταστήματα είχαν καλά υφάσματα, από εμάς αγόραζαν πολλά τούρκικα χωριά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Σην Πόλη συνdάγα τα γουμάσε σου,
ν'τα φορέσ'ς να σε ιδώ, άνα μου, να μπω σα 'γκάλε σου (Στην Πόλη παρήγγειλα τα μεταξωτά σου,
να τα φορέσεις μάνα μου να μπω στην αγκαλιά σου) Φάρασ. -Λαμπρ.
ν'τα φορέσ'ς να σε ιδώ, άνα μου, να μπω σα 'γκάλε σου (Στην Πόλη παρήγγειλα τα μεταξωτά σου,
να τα φορέσεις μάνα μου να μπω στην αγκαλιά σου) Φάρασ. -Λαμπρ.
2. Ποδήρες γυναικείο ένδυμα καλής ποιότητας το οπ. έσφιγγε στην μέση με ζωνάρι
Μισθ., Τσαρικ.
3. Δώρο προς την νύφη από την οικογένεια του γαμπρού, το οπ. περιελάμβανε φόρεμα, σταυρό, δαχτυλίδι, μαχαίρι, πορτοφόλι και γλυκά
Ποτάμ.
Πβ.
γαλαγάτι, Συνών.
μποχτσάς