ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβαλλάρης (ουσ. αρσ.) καβαλλάρης [kavaˈlaris] Σίλατ., Σίλ., Φλογ. καβαλλάρους [kavaˈlarus] Μαλακ. καβαλλάρ' [kavaˈlar] Ουλαγ., Φλογ. χαβαλλάρης [xavaˈlaris] Φλογ. καλλαβάρ' [kalaˈvar] Ουλαγ. Γεν. Εν. καβαλλαριού [kavalaˈrʝu] Ανακ. Πληθ. καβαλλάροι [kavaˈlari] Σίλατ., Φλογ. καβαλλάδια [kavaˈlaðʝa] Φλογ. καλλαβάρια [kalaˈvarʝa] Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. καβαλλάρης (< λατιν. caballarius). Ο τύπ. καβαλλάροι ήδη μεσν., πβ. Πόλ. Τρωάδ. 576-577 «καβαλλάροι, ἀρματωμένοι δυνατά | πολέμου εὐτρεπισμένοι». Ο τύπ. καβαλλάρους κατά τα αρσ. σε -ος > -ους επειδή ο πληθ. -οι έδινε την εντύπωση ότι πρόκειται για ουσ. σε -ος (βλ. CGMG 2019: 435-437). O τύπ. καλλαβάρ’ με μετάθ. υγρών.
1. Καβαλάρης, έφιππος ό.π.τ. : || Φρ. Καβαλλαριού οdασί (το δωμάτιο του καβαλάρη˙ το δωμάτιο των νεόνυμφων) Ανακ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Πραγματευτής επέρασε σε μαύρο καβαλλάρης ((Πραγματευτής πέρασε έφιππος πάνω σε μαύρο άλογο)) Σινασσ. -Lag. Συνών. αλογάρης, αλογάτος, ατλής, βορδωνάτος :2, καλλικευτής
2. Συνθημ., Τούρκος αξιωματικός Ουλαγ., Φλογ.
3. Μτφ., ληστής Μαλακ.