ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβάλι (II) (ουσ. ουδ.) καβάλ’ [kaˈval] Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaval = αυλάκι νερού, ποτιστικό αυλάκι (THADS, λ. kaval Ι). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 199).
Χωμάτινο περίφραγμα πρασιάς ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025