καβάλι (II)
(ουσ. ουδ.)
καβάλ'
[kaˈval]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kaval = αυλάκι νερού, ποτιστικό αυλάκι (THADS, λ. kaval Ι). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 199).
Χωμάτινο περίφραγμα πρασιάς
ό.π.τ.