ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβάσης (ουσ. αρσ.) καβάσης [kaˈvasis] Αξ., Ουλαγ. κ͑αβάζης [kʰaˈvazis] Φάρασ. κ͑αβάς [kʰaˈvas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kavas =φρουρός.
1. Φύλακας Φάρασ. Συνών. γιασακτσής :1, μπεκτσής, φυλακάρης
2. Σωματοφύλακας του δεσπότη κατά τις περιοδείες του Αξ., Ουλαγ.