καβάσης
(ουσ. αρσ.)
καβάσης
[kaˈvasis]
Αξ., Ουλαγ.
κ͑αβάζης
[kʰaˈvazis]
Φάρασ.
κ͑αβάς
[kʰaˈvas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kavas =φρουρός.
2. Σωματοφύλακας του δεσπότη κατά τις περιοδείες του
Αξ., Ουλαγ.