ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβουρκάς (ουσ. αρσ.) qαβι̂ρqά [qavɯrˈqa] Μαλακ. qαβουρqάδια [qavurˈqaðʝa] Φλογ. Πληθ. qαβι̂ρqάδια [qavɯrˈqaðʝa] Μαλακ. γαβουργά'ια [ɣavuˈrɣaia] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kavurga = καβουρδισμένο σιτάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kavurka και kavurğa (ΤSS, λ. kavurga, THADS, λ. kavurğa).
Καβουρντισμένος κόκκος σιταριού ή ρεβυθιού, στραγάλι ό.π.τ. : Σώροψαμ' όημισο τενεκέ κ'σάρ', καβούρ'σα το, ποίκα το καβουρκάδια (Μαζέψαμε μισό ντενεκέ κριθάρι, το καβούρντισα, το έκανα ξηροκάρπια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Σ̑έρ’ τα γαβουργάια τσ̑ι σταφίδις (Ρίχνει το καβουρντισμένο σιτάρι με τις σταφίδες˙ λέγεται όταν ρίχνουν στα κεφάλια των καλεσμένων του γάμου καβουρντισμένο στάρι και σταφίδες, όταν αυτοί επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού) -Κωστ.Μ. Το σ̑κυλί τρώει qαβουρqάδια (Το σκυλί τρώει στραγάλια˙ για κάποιον που τρώει ανόρεκτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. λεμπλεμπί