καβουρκάς
(ουσ. αρσ.)
qαβι̂ρqά
[qavɯrˈqa]
Μαλακ.
qαβουρqάδια
[qavurˈqaðʝa]
Φλογ.
Πληθ.
qαβι̂ρqάδια
[qavɯrˈqaðʝa]
Μαλακ.
γαβουργά'ια
[ɣavuˈrɣaia]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kavurga = καβουρδισμένο σιτάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kavurka και kavurğa (ΤSS, λ. kavurga, THADS, λ. kavurğa).
Καβουρντισμένος κόκκος σιταριού ή ρεβυθιού, στραγάλι
ό.π.τ.
:
Σώροψαμ' όημισο τενεκέ κ'σάρ', καβούρ'σα το, ποίκα το καβουρκάδια
(Μαζέψαμε μισό ντενεκέ κριθάρι, το καβούρντισα, το έκανα ξηροκάρπια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Σ̑έρ’ τα γαβουργάια τσ̑ι σταφίδις
(Ρίχνει το καβουρντισμένο σιτάρι με τις σταφίδες˙ λέγεται όταν ρίχνουν στα κεφάλια των καλεσμένων του γάμου καβουρντισμένο στάρι και σταφίδες, όταν αυτοί επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού)
-Κωστ.Μ.
Το σ̑κυλί τρώει qαβουρqάδια
(Το σκυλί τρώει στραγάλια˙ για κάποιον που τρώει ανόρεκτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
λεμπλεμπί