καβέτα
(ουσ. θηλ.)
καβέτα
[kaˈveta]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ.
Από το ιταλ. ουσ. gavetta (< λατιν. gabata), πβ. μεταγν. καβάθα και τουρκ. kavata = ξύλινο δοχείο.
1. Ξύλινη γαβάθα για στερεά ή υγρά
ό.π.τ.
2. Ειρων., γυναίκα με προγναθισμό
Σινασσ.
Συνών.
γαβάθα