ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καβέτα (ουσ. θηλ.) καβέτα [kaˈveta] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ. Από το ιταλ. ουσ. gavetta (< λατιν. gabata), πβ. μεταγν. καβάθα και τουρκ. kavata = ξύλινο δοχείο.
1. Ξύλινη γαβάθα για στερεά ή υγρά ό.π.τ.
2. Ειρων., γυναίκα με προγναθισμό Σινασσ.
Συνών. γαβάθα