καβγαλής
(επίθ.)
γαβγάλ’
[ɣaˈvɣal]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. επίθ. kavgalı = α) μαλωμένος β) αμφισβητούμενος.
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025