λόκι
(ουσ. ουδ.)
λόκ͑ι
[ˈlokʰi]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lο̈k = αρσενική καμήλα, όπου και τύπ. lok.
1. 'Υβος καμήλας
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Το πολύ γουμάρι φορτώνουν ντα σο λόκι
(To βαρύ φορτίο το φορτώνουν στην καμπούρα˙ οι πλούσιοι πρέπει να επωμίζονται τα μεγαλύτερα οικονομικά βάρη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
καμπούρι
2. Μτφ., πελώριος
Φάρασ.