λογαριάσιμο
(ουσ. ουδ.)
λογαριάʃιμο
[loɣaˈrʝaʃimo]
Φλογ.
Από το ρ. λογαριάζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Λογοφέρσιμο, τσακωμός