λοκ
(ουσ. ουδ.)
λο̈κ
[løk]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lök, όπου και τύπ. lok = μείγμα για την συγκόλληση σπασμένων αγγείων (THADS, λ. lok III).
Ειδικό μείγμα για το χτίσιμο
Τροποποιήθηκε: 03/08/2025