λοκ
(ουσ. ουδ.)
λο̈κ
[løk]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lök = μείγμα για την συγκόλληση σπασμένων αγγείων.
Ειδικό μείγμα για το χτίσιμο