λιτανεία
(ουσ. θηλ.)
λιτανεία
[litaˈnia]
Γούρδ., Ποτάμ.
λετανεία
[letaˈnia]
Ανακ., Ποτάμ.
Μεταγν. ουσ. λιτανεία, με τροπή [i] > [e] λόγω του παρακείμενου [l].
Λιτανεία
ό.π.τ.
:
Ας ποίκομ’ ἐνα λετανεία, Θεγός να μας δώκ’ βρέχος
(ας κάνουμε μιά λιτανείας, να μας δώσει βροχή ο Θεός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.