λόγγος
(ουσ. αρσ.)
λόγγος
[ˈloŋgos]
Φερτάκ.
Μεσν. ουσ. λόγγος (11ος αι.) < σλαβ. logᾰ.
Δασωμένος και δροσερός τόπος
ό.π.τ.