λίρα
(ουσ. θηλ.)
λίρα
[ˈlira]
Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
Πληθ.
λίρες
[ˈlires]
Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
λίρι
[ˈliri]
Αφσάρ., Σατ.
λίρaγια
[ˈliraʝa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. lira.
Λίρα, χρυσό νόμισμα που ισοδυναμούσε με 5 μετζιτιέ
:
Α χαbιgάς λίρες
(Ένα σακκί λίρες)
Φάρασ.
-Dawk.
Κο μου έναν γκαλαdζ̑ί μου μιά λίρα ’ναι
(Μία λέξη μου αξίζει μία λίρα)
Σίλ.
-Dawk.
Μήπως έχεις κανά λίρα να μας ντώκεις;
(Μήπως έχει καμιά λίρα να μας δώσεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τρανά! Εδώ μάλαγμα, εκεί ασήμι, εδώ λίρες, εκεί φλωριά!
(Κοιτά! Εδώ χρυσάφι, εκεί ασήμι, εδώ λίρες, εκεί φλουριά!)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Έκρεψε ερυό 'κατό λίραγια
(Ζήτησε διακόσες λίρες)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πάν’νι να γιομώσ’νι μι δα λίρις δα χρυσά
(Πάνε να με γεμίσουν με χρυσές λίρες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ήτουνι πολύ ζενgίνη, είσ̑ινι πουγά αλτούνα λίρις, είσ̑ινι τσιράχους
(Ήταν πολύ πλούσιος, είχε πολλές χρυσές λίρες, είχε υπηρέτες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Να υπάς να φέρ’ς παράδια τρία ’κατό λίρι
(Να πας να φέρεις χρήματα τριακόσιες λίρες)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
|| Φρ.
Λίρες να πιάεις
(Λίρες να πιάσεις˙ ευχή)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
Το σύκο σου φταά α λίρα
Έβκαλ’ τσ̑’ εμέ α μοίρα
(Το σύκο σου αξίζει μία λίραΒγάλε και σε μένα ένα μερίδιο) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αλτούνι :2
Έβκαλ’ τσ̑’ εμέ α μοίρα
(Το σύκο σου αξίζει μία λίραΒγάλε και σε μένα ένα μερίδιο) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αλτούνι :2