ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λίρα (ουσ. θηλ.) λίρα [ˈlira] Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. Πληθ. λίρες [ˈlires] Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. λίρι [ˈliri] Αφσάρ., Σατ. λίρaγια [ˈliraʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. lira.
Λίρα, χρυσό νόμισμα που ισοδυναμούσε με 5 μετζιτιέ : Α χαbιgάς λίρες (Ένα σακκί λίρες) Φάρασ. -Dawk. Κο μου έναν γκαλαdζ̑ί μου μιά λίρα ’ναι (Μία λέξη μου αξίζει μία λίρα) Σίλ. -Dawk. Μήπως έχεις κανά λίρα να μας ντώκεις; (Μήπως έχει καμιά λίρα να μας δώσεις;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τρανά! Εδώ μάλαγμα, εκεί ασήμι, εδώ λίρες, εκεί φλωριά! (Κοιτά! Εδώ χρυσάφι, εκεί ασήμι, εδώ λίρες, εκεί φλουριά!) Σινασσ. -Αρχέλ. Έκρεψε ερυό 'κατό λίραγια (Ζήτησε διακόσες λίρες) Ουλαγ. -Dawk. Πάν’νι να γιομώσ’νι μι δα λίρις δα χρυσά (Πάνε να με γεμίσουν με χρυσές λίρες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήτουνι πολύ ζενgίνη, είσ̑ινι πουγά αλτούνα λίρις, είσ̑ινι τσιράχους (Ήταν πολύ πλούσιος, είχε πολλές χρυσές λίρες, είχε υπηρέτες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Να υπάς να φέρ’ς παράδια τρία ’κατό λίρι (Να πας να φέρεις χρήματα τριακόσιες λίρες) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 || Φρ. Λίρες να πιάεις (Λίρες να πιάσεις˙ ευχή) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. Το σύκο σου φταά α λίρα
Έβκαλ’ τσ̑’ εμέ α μοίρα
(Το σύκο σου αξίζει μία λίραΒγάλε και σε μένα ένα μερίδιο) Φάρασ. -Λαμπρ.
Συνών. αλτούνι :2