λιπαρίτσα
(ουσ. θηλ.)
λιπαρίτσα
[lipaˈritsa]
Σινασσ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. lilpar = είδος εδώδιμου φυτού που φύεται στις όχθες ρυακιών, με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου [l], και το παραγωγ. επίθμ. δηλωτικό φυτών -ίτσα.Πβ. ποντ. λιπαρίτα = είδος άγριου φυτού.
Το φυτό γλιστρίδα ή αντράκλα (Ανδράχνη η ολησθηρίς, portulaca oleracea).