ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λίτρα (ουσ. θηλ.) λίτρα [ˈlitra] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. λίτρα.
1. Παλαιότ., μονάδα βάρους ισοδύναμη με έξι οκάδες ό.π.τ. : Ετούτα τι λόγια είν’; και· με ένα λίτρα μέλ’ κάτω δεν κατεβαίνουνε (Τι λόγια είναι αυτά, ούτε με μιά λίτρα μέλι δεν καταπίνονται) Σινασσ. -Τακαδόπ. Να πάρουμ’ και τα φσ̑άχα ένα λίτρα τσαλάχα και με το βακούτσι τ’ να ’υρίσουμ’ σο σπίτσι μας (Να πάρουμε και στα παιδιά μιά λίτρα πεπόνια και, όταν περάσει η ώρα, να γυρίσουμε στο σπίτι μας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Mέγα λίτρα (Μεγάλη λίτρα˙ λίτρα βάρους όχι 6 αλλά 8 οκάδων) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Ρώτ’σαν ντο μερμήντζ̑ι: «Το κοτσ̑ί του κουβαλαίν’ ατσομποίο βαρύ ένι;» Τσ̑’ είπεν ντι: «Μο το ’μόν ντο ζυ έν’ εβδομηνταπέντε λίτρε» (Ρώτησαν το μυρμήγκι: «Ο κόκκος σιτάρι που κουβαλάς πόσο βαρύς είναι;» Και τους απάντησε: «Με το δικό μου το ζύγι είναι εβδομηνταπέντε λίτρες»˙ τα βάσανα του καθενός τον βαραίνουν ανάλογα με τις δυνάμεις του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Κατέβηνε κατέβηνε σαράντα δυό σκαλίτσια
και ήρθανε απάνω τσης χίλιω λιτρώ λιθάρι
κι επέτασαν απάνω τσης χίλια φτυαρίτσα χώμα
(Κατέβηκε κατέβηκε σαράντα δυό σκαλάκια
και ήρθανε απάνω της χίλιες λίτρες λιθάρια
κι επέταξαν απάνω της χίλια φτυάρια χώμα)
Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.
Φέρετε το ραβδίdζι μου, το ένι σαράντα λίτρες,
φέρετε το σπαθίdζι μου, το κόφτει εμπρός και οπίσω
(Φέρτε το ραβδάκι μου, που είναι σαράντα λίτρες
φέρτε το σπαθάκι μου που κόβει εμπρός και πίσω)
Τελμ. -Lag.
Δεν κλαίω χίλια πρόβατα και πεντακόσια αρνίτσια
μόν’ κλαίω τ’ αμπελιού μ’ καρπό, χιλιών λιτρών πιθάρι
(Δεν κλαίω χίλια πρόβατα και πεντακόσια αρνάκια
μόνο κλαίω του αμπελιού μου τον καρπό, χίλιων λιτρών πιθάρι)
Σίλατ. -Χωλόπ.Μ.
Συνών. μπατμάνι :1
β. Μονάδα βάρους 7 οκάδων Σίλ. : Λίτρα μας γεφτά οκάρες ένι (Η λίτρα μας είναι εφτά οκάδες ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5
2. Ογκόλιθος βάρους 1,5 τόνου για την παραγωγή λαδιού στο μάγγανο με σύνθλιψη Φλογ. : Κρεμάμε το λίτρα σου δοκιού την άκρα (Κρεμάμε την πέτρα στην άκρη της δοκού του μάγγανου) Μισθ., Φλογ., Αξ. -ΙΛΝΕ 812