γκιοζλέτημα
(ουσ. ουδ.)
κοζλέτ’μα
[kozˈletma]
Φάρασ.
γκιοσλάιμα
[ɟozˈlaima]
Μισθ.
Από το ρ. γκιοζλετίζω, όπου και τύπ. κοζλετώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αναμονή
ό.π.τ.
:
Γιορούλτσα απ’ του γκιοζλάιμα
(Κουράστηκα από την αναμονή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
φυλάγνημα :2