ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιοζλέτημα (ουσ. ουδ.) κοζλέτ’μα [kozˈletma] Φάρασ. γκιοσλάιμα [ɟozˈlaima] Μισθ. Από το ρ. γκιοζλετίζω, όπου και τύπ. κοζλετώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αναμονή ό.π.τ. : Γιορούλτσα απ’ του γκιοζλάιμα (Κουράστηκα από την αναμονή) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. φυλάγνημα :2
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024