ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιοβντελί (επίθ.) γκιοβντελί [ɟοvdeˈli] Ουλαγ. γκιοβνταλού [ɟοvdaˈlu] Μισθ. κιοβταλούς [covta'lus] Κίσκ. Από το τουρκ. επιθ. gövdeli = α) σωματώδης, γεροδεμένος β) ως διαλεκτ. σημ., έγκυος.
Σωματώδης, γεροδεμένος ό.π.τ. : Μισιώτ' τσ̑όδαν γκιοβνταλούϊα (Οι Μιστιώτες ήταν σωματώδεις ) Μισθ. -Κοτσαν. ’ς ε χωρίος ήτουν α νομάτ’ κιοβταλούς, αμόν ’ρκούδι, ήτουν του χωρού ο πεχλιβάνης (Σ’ ένα χωριό ήταν ένας άνθρωπος σωματώδης όμοιος με αρκούδα, ήταν του χωριού ο παλαιστής) Κίσκ. -Παπαδ.