γκιοβντελί
(επίθ.)
γκιοβντελί
[ɟοvdeˈli]
Ουλαγ.
γκιοβνταλού
[ɟοvdaˈlu]
Μισθ.
κιοβταλούς
[covta'lus]
Κίσκ.
Από το τουρκ. επιθ. gövdeli = α) σωματώδης, γεροδεμένος β) ως διαλεκτ. σημ., έγκυος.
Σωματώδης, γεροδεμένος
ό.π.τ.
:
Μισιώτ' τσ̑όδαν γκιοβνταλούϊα
(Οι Μιστιώτες ήταν σωματώδεις )
Μισθ.
-Κοτσαν.
’ς ε χωρίος ήτουν α νομάτ’ κιοβταλούς, αμόν ’ρκούδι, ήτουν του χωρού ο πεχλιβάνης
(Σ’ ένα χωριό ήταν ένας άνθρωπος σωματώδης όμοιος με αρκούδα, ήταν του χωριού ο παλαιστής)
Κίσκ.
-Παπαδ.