ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτειριάζω (ρ.) φτειριάζω [ftiˈrʝazo] Αξ., Μαλακ., Φλογ. φτειριάζου [ftiˈrʝazu] Μισθ. φτσειριάζω [ftsiˈrʝazo] Αραβαν., Γούρδ. φτειριανίσ̑κω [ftirʝaˈniʃko] Φλογ. Αόρ. φτείριασα [ˈftirʝasa] Μαλακ. φτειριάσα [ftiˈrʝasa] Φλογ. φτσείριασα [ˈftsirʝasa] Γούρδ. γ' Πληθ. φτειριάνισ̑καν [ftiˈrʝaniʃkan] Ανακ. Παθ. φτειριάζουμαι [ftiˈrʝazume] Αξ. Μτχ. φτσειριασμένος [ftsirʝazˈmenos] Αραβαν. Από το μεταγν. ρ. φθειριῶ με μεταπλ. με βάση τα ρ. σε -άζω και ανομ. ως προς τον τρόπο άρθρωσης [fθ] > [ft]. Ο μεταπλ. νεότ. Ο τύπ. φτειριάνισ̑καν με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άνω και το παραγωγ. επίθμ. -ισ̑καν.
Ψειριάζω, γεμίζω ψείρες ό.π.τ. : Δεν το έλουσα και φτειριάσεν (Δεν την έλουσα και ψείριασε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φτειριάσαν, πήγαν σε αυτό, πώς το λεν, καραντίνα (Γέμισαν ψειρες, πήγαν σε αυτό, πώς το λένε, καραντίνα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.