ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλόκκος (ουσ. αρσ.) καλόκκος [kaˈlokkos] Φάρασ. Aπό το ουσ. κέλι, όπου και τύπ. κάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκος.
Κασιδιάρης : Ο καλόκκος ’ς φά’ το γκούρι, τσ̑ι ο ντεϊρμενdζ̑ής ’ς φά’ κάκι (Ο κασιδιάρης ας φάει το ψωμί, και ο μυλωνάς ας φάει σκατά) Φάρασ. -Dawk.