καλόκκος
(ουσ. αρσ.)
καλόκκος
[kaˈlokkos]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. κέλι, όπου και τύπ. κάλι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκος.
Κασιδιάρης
:
Ο καλόκκος ’ς φά’ το γκούρι, τσ̑ι ο ντεϊρμενdζ̑ής ’ς φά’ κάκι
(Ο κασιδιάρης ας φάει το ψωμί, και ο μυλωνάς ας φάει σκατά)
Φάρασ.
-Dawk.