καλοκαιρινός
(επίθ.)
καλοκαιρινό
[kaloceriˈno]
Γούρδ.
καλοτσ̑αιρ'νού
[kalotʃerˈnu]
Μισθ.
Μεσν. επίθ. καλοκαιρινός.