καλόξεμα
(ουσ. ουδ.)
καλόξεμα
[kaˈloksema]
Φάρασ.
καλόξιμα
[kaˈloksima]
Φάρασ.
Aπό το ρ. καλοξάω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Πήδημα στο ένα πόδι, κουτσό
:
'α παίξωμ' σο καλόξιμα (Να παίξουμε κουτσό
Φάρασ.
-Ανδρ.
2. Γρήγορος χορευτικός βηματισμός
:
Με του Ανdίπασκα τα ατέτε τσαι του καλοξεμάτου μο το χορό
(Με τα έθιμα της Κυριακής του Θωμά και με τον πηδηχτό χορό)
Φάρασ.
-Ιορδαν.