καλόγρια
(ουσ. θηλ.)
καλόγρια
[kaˈloɣria]
Γούρδ., Καρατζάβ., Ποτάμ., Τελμ.
καλόγι̂ρια
[kaˈloɣɯrʝa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σίλατ.
καλοόργια
[kaloˈorʝa]
Μαλακ.
καλογρέ
[kaloˈɣre]
Φάρασ.
καλογρα̈́
[kaloˈɣræ]
Τσουχούρ.
Aπό το μεσν. ουσ. καλογραία > καλόγρια. Πβ. και τουρκ. ουσ. kalogirya ως δάν. από την ελλ.
1. Καλόγρια, μοναχή
ό.π.τ.
:
A φορά σον παλό τον ταρό ήτουν αν καλογρα̈́
(Μια φορά τον παλιό καιρό ήταν μιά καλόγρια)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Ιδ.
|| Φρ.
Kαλόγριας τη γραμμή
(Της καλόγριας η γραμμή˙ γαλαξίας)
Καρατζάβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ234
2. Καντηλανάφτισσα
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ.
:
Έχισ̑καμ και μιά καλόγ̇ιρια και κάνισ̑κεν και τα προσφορές
(Είχαμε και μιά καντηλανάφτισσα και έφτιαχνε τα πρόσφορα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Η καλόγρια κάνισκεν του εκκλησίας τα χουσμάτια
(Η καντηλανάφτισσα έκανε τα θελήματα της εκκλησίας)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
|| Φρ.
Σ̑ίγρια σ̑ίγρια για την καλόγι̂ρια
(Τραγάκανθες, τραγάκανθες για την καντηλανάφτισσα˙ το έλεγαν τα παιδιά την παραμονή των Φώτων συγκεντρώνοντας κλαδιά για να τα δώσουν στην καντηλανάφτισσα για να κάψουν τον Σιφώτη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.