ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλογερίτσα (ουσ. θηλ.) καλογερίτσα [kaloʝeˈritsa] Σινασσ. καληγορίτσα [kaliɣoˈritsa] Σινασσ. Aπό το ουσ. καλόγερος και το υποκορ. επίθμ. - ίτσα. Η ονομασία λόγω του μαύρου χρώματος του πτερώματος του πτηνού. Πβ. το ήδη νεότ. ουσ. καλογρίτσα = το πτηνό μαυροσκούφης (Συλβία η μελανόμορφος, Sylvia atricapilla), καθώς και τις συνήθεις σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. ονομασίες παπαδίτσα, καλόγερος, καλογριά, καλογρίδα, καλογρίτσα του πτηνού Πάρος ο Μέγας (Parus major).
Το πτηνό ψαρόνι ή μαυροπούλι (Στούρνος ο κοινός, Sturnus vulgaris).