ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οπισινός (επίθ.) οπισ’νός [opisˈnos] Αξ., Μισθ. πισινός [pisiʹnos] Μαλακ., Σίλ. πισ'νό [pisʹno] Αξ. Γεν. οπισ'νού [opisʹnu] Μισθ. πισ'νού [pisʹnu] Μισθ. Από το μεσν. επίθ. ὀπισινός, το οπ. από το επίρρ. ὀπίσω και το παραγωγ. επίθμ. -ινός. Η γεν. συνήθης σε προσδ. τόπου Πβ. εμπροστινός, οξινός
Oπίσθιος ό.π.τ. : Πισινά μ᾽ τα ρόντζα (Τα πίσω μου δόντια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Οπισ'νά ντότζα (Πίσω δόντια) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Iτό ου κιριάς έριδι απ' του οπισ' νού δου πτάρ', ιτό απ' τ' ομπροτ'νού (Αυτό το κρέας προέρχεται από το πισινό πόδι του ζώου, αυτό από το μπροστινό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ν' αραΐσεις τσ̑ι προτ'νού τ', ν΄αραΐσεις τσ̑ι πισ'νού τ', λέ, μετά νο ο ποίκεις οΐν' (Να ψάξεις και τα μπροστινά του, να ψάξεις και τα πισινά του, λέει, και μετά να τον περιπαίξεις) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Οπισ'νού τ' (Πίσω του, ξοπίσω του˙  ) Μισθ. -Κοτσαν. Καλά πισινά (Καλά στερνά˙ ευχή για καλά γεράματα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. οπισιτσικινός, οπίσω :4
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025