οπισινός
(επίθ.)
οπισ’νός
[opisˈnos]
Αξ., Μισθ.
Από το μεσν. επίθ. ὀπισινός, το οπ. από το επίρρ. ὀπίσω και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.