όξω
(επίρρ.)
όξω
[ˈokso]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
όξου
[ˈoksu]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
όξ'
[oks]
Μισθ.
όξως
[ˈoksos]
Μισθ.
Από το αρχ. επίρρ. ἔξω. Ο τύπ. ὄξω μεσν.
1. Έξω, εκτός των ορίων ενός συγκεκριμένου χώρου μέσα στον οπ. κινούμαστε ή στεκόμαστε, εκτός ενός κλειστού χώρου
ό.π.τ.
:
Κούνdα το εκειά όξω
(πέταξέ το εκεί έξω)
Ποτάμ.
-Dawk.
σ̑έρεις του όξω
(πέταξε τον έξω)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πατισ̑άχος είπε σ’ ούλ-λα να χαζιρλανdίσουν ως ταχύ σαbαχτάν να βγουν όξω να μποίκουν μουχαρεbέ
(ο βασιλιάς τους είπε να ετοιμαστούν όλοι να βγουν έξω να κάνουν πόλεμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Οπού 'ρώ σε σας μέψουσι όξου
(από δω θα σας στείλουν έξω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το ντέφ ξέβεν όξω
(ο γίγαντας βγήκε έξω)
Φλογ.
-Dawk.
Δώτσ̑ιν του σπιτού του τη θύρα, τσ̑ έβγκην η ναίκα του όξου
(Χτυπησε την πόρτα του σπιτιού του, και βγήκε η γυναίκα του έξω)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Τσιμπλάχ ξέβεις όξου;
(γυμνός βγήκες έξω;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίνιξαμ’ όξου, σ̑άνοιξαμ ’γιοργάνια, γαζάντιζαμ’ παράϊα
(Πηγαίναμε έξω, φτιάχναμε παπλώματα, κερδίζαμε χρήματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Ο χάρος όξου κλώθισκε αλλ’ άκουε και εθώρει
(O χάρος έξω γυρνούσε, αλλά άκου και έβλεπε)
Τελμ.
-Αινατζ.
2. Εμπροθέτως με τη πρόθεση από
ό.π.τ.
:
Απ’ όξως
(απέξω )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ξεβάτ’ όξ’ απ’ ντου χωριό
(να βγείτε έξω από το χωριό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Όξου απ’ τσ̑ην ντρύπα
(έξω από την τρύπα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
ο στέκ’ ασ' το χορό όξω, τραγώγια πολλά ξεύρ’
(όποιος στέκει έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια ξέρει˙ όποιος δεν ξέρει τις δυσκολίες μιας κατάστασης, εύκολα κρίνει ή κατακρίνει τους άμεσα εμπλεκόμενους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Ειδικότερα, σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο
ό.π.τ.
:
Να βγω όξου 'ς του μπαχτσ̑ά να κάτσου μαν μαναχό μ';
(να βγω έξω στον κήπο να κάτσω ολομόναχη; )
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χαϊβάνιν ντου αφήν-νει τα όξου
(το ζώο του το αφήνει έξω)
Σίλ.
-Dawk.
Όξω κάφτισκαν φωτιές
(έξω έκαιγαν φωτιές)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Άφ’καν τα πρόβατα όξω
(άφησαν τα πρόβατα έξω)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Το στσ̑υλί πάλι ‘πνώνει όξου, άμα πώς ταυρεί κανείς τζ̑ο κατέσ̑ει τα
(και το σκυλί κοιμάται έξω, όμως το τι περνάει κανείς δεν το ξέρει˙ δεν καταλαβαίνουμε τον πόνο των άλλων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
4. Ως ουσ., αυτός που είναι εξωτερικός, που βρίσκεται έξω ή προέρχεται απέξω
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Το όξω η θύρα
(Η εξώπορτα)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
|| Φρ.
Όξου ντου σπίτ’
(το έξ σπίτι˙ το έξω δωμάτιο όπου είχαν το τουντούρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έρτσ̑εται τα όξου τσ̑αι κατακουά τα ‘πέσου
(έρχεται το έξω και κυνηγάει το απομέσα˙ όταν οι νεοφερμένοι παραμερίζουν τους παλαιούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
οξινός