ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όξω (επίρρ.) όξω [ˈokso] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. όξου [ˈoksu] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ. όξ' [oks] Μισθ. όξως [ˈoksos] Μισθ. Από το αρχ. επίρρ. ἔξω. Ο τύπ. ὄξω μεσν.
1. Έξω, εκτός των ορίων ενός συγκεκριμένου χώρου, εκτός ενός κλειστού χώρου ό.π.τ. : Ξέβη όξω να πάρ' λίγο χαβά (Βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κούνdα το εκειά όξω (Πέταξέ το εκεί έξω) Ποτάμ. -Dawk. Κόνσεν dα όξου σο χαβλού (Το πέταξε έξω στην αυλή) Φάρασ. -Παπαδ. σ̑έρεις του όξω (Πέταξε τον έξω) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γροίκ'σα τα νατσ̑' ξεβαίν̑-ν̑εις όξου (Κατάλαβα γιατί βγαίνεις έξω) Σίλ. -Dawk. Πατισ̑άχος είπε σ’ ούλ-λα να χαζιρλανdίσουν ως ταχύ σαbαχτάν να βγουν όξω να μποίκουν μουχαρεbέ (Ο βασιλιάς τους είπε να ετοιμαστούν όλοι να βγουν έξω να κάνουν πόλεμο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Οπού 'ρώ σε σας μέψουσι όξου (Από δω θα σας στείλουν έξω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το ντέφ' ξέβεν όξω (Ο δράκος βγήκε έξω) Φλογ. -Dawk. 'ς τροπή τ’ γαπάντ’σεν απέσω και ντέν εβγαισ̑κεν όξω (Από την ντροπή του κλείστηκε μέσα και δεν έβγαινε έξω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δώτσ̑ιν του σπιτού του τη θύρα, τσ̑ έβγκην η ναίκα του όξου (Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του, και βγήκε η γυναίκα του έξω) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Τσιbλάχ ξέβης όξου; (Γυμνός βγήκες έξω;) Μισθ. -Κοτσαν. Ούλου κοσμουνού δα κορίτσ̑α κλώχ'νι όξου, ισύ γιαϊ δε βγ̇αίνεις; (Τα κορίτσια όλου του κόσμου τριγυρίζουν έξω, εσύ γιατί δε βγαίνεις;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Ο 'υμνός φεύγκει 'πέσου, ο νηστικός φεύγκει όξου (Ο γυμνός τρέχει μέσα, ο νηστικός τρέχει έξω˙ η ανάγκη για ένδυση είναι πιο σημαντική από την ανάγκη για φαγητό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το καγό το πρόβατο όξω τζ̑ο βκάουν τα (Το καλό το πρόβατο δεν το βγάζουν έξω˙ πρέπει κανείς να φυλάσσει προσεκτικά ό,τι πολύτιμο διαθέτει) -Λεβίδ.Παροιμ. || Ασμ. Ο χάρος όξου κλώθισκε αλλ’ άκουε και εθώρει (O χάρος έξω γυρνούσε, αλλά άκουγε και έβλεπε) Τελμ. -Αινατζ.
β. Ειδικότ., έξω από το χωριό, σε ξένους τόπους Μισθ. : Παίνιξαμ’ όξου, σ̑άνιξαμ’ γιοργάνια, γαζάντιζαμ’ παράια (Φεύγαμε έξω από το χωριό, φτιάχναμε παπλώματα, κερδίζαμε χρήματα ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εφτά μήνις ντούλιβαν όξου, 'ς Τούρκου ντα χωριά (Εφτά μήνες δούλευαν έξω από το χωριό, στα Τούρκικα χωριά ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βγαίνιξαν όξου, πολλά σερνιτσ̑οί βγαίνιξαν όξου, παίνιξαν Ρωσία (Έβγαιναν έξω από το χωριό, πολλοί άντρες έβγαιναν στο εξωτερικό, πήγαιναν στη Ρωσία ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Εμπροθέτως με τη πρόθεση από ό.π.τ. : Ξεβάτ’ όξ’ απ’ ντου χωριό (να βγείτε έξω από το χωριό) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'σ' τα σπίτε τουνε όξου τζ̑ο βκαίνκανε (Δεν έβγαιναν έξω από τα σπίτια τους) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Όξου απ’ τσ̑ην dρύπα (Έξω από την τρύπα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Ο στέκ’ ασ' το χορό όξω, τραγώγια πολλά ξεύρ’ (Όποιος στέκει έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια ξέρει˙ όποιος δεν ξέρει τις δυσκολίες μιας κατάστασης, εύκολα κρίνει τους άμεσα εμπλεκόμενους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Ειδικότερα, σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο ό.π.τ. : Χαϊβάνιν ντου αφήν̑-ν̑ει τα όξου (Το άλογό του το αφήνει έξω) Σίλ. -Dawk. Να βγω όξου 'ς του μπαχτσ̑ά να κάτσου μαν μαναχό μ'; (Να βγω έξω στον κήπο να κάτσω ολομόναχη; ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Όξω κάφτισκαν φωτιές (έξω έκαιγαν φωτιές) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άφ’καν τα πρόβατα όξω (Άφησαν τα πρόβατα έξω) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Το στσ̑υλί πάλι ‘πνώνει όξου, άμα πώς ταυρεί κανείς τζ̑ο κατέσ̑ει τα (και το σκυλί κοιμάται έξω, όμως το τι περνάει κανείς δεν το ξέρει˙ δεν καταλαβαίνουμε τον πόνο των άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
4. Ως επίθ., αυτός που είναι εξωτερικός, που βρίσκεται έξω ή προέρχεται απέξω Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Το όξω η θύρα (Η εξώπορτα) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. || Φρ. Όξου ντου σπίτ’ (Το έξω σπίτι˙ το έξω δωμάτιο όπου στεγαζόταν το τουντούρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έρτσ̑εται τα όξου τσ̑αι κατακουά τα ‘πέσου (Έρχεται το έξω και κυνηγάει το απομέσα˙ όταν οι νεοφερμένοι παραμερίζουν τους παλαιούς) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. οξινός
5. Πέρα, μακριά Μισθ., Φάρασ. : Ο Αγιόκκος Αε-Σάββας ήτουνε σην Παραζ̑ιέμη α σαχάτι όξου (Το παρεκκλήσι του Αγ. Σάββα ήταν μια ώρα μακριά από την Παραζιέμη) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πεχερό μ' τσ̑όαν 'ς Καβάλα, ένα χωριό όξου απ΄ του βουνό (Ο πεθερός μου ήταν στην Καβάλα, ένα χωριό πέρα από το βουνό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
6. Παραέξω, σε ξένους ανθρώπους, στον κόσμο Μισθ. : Ό,τι ράντσις μη δα λες όξου (Ό,τι είδες μην το λες παραέξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντου μυσ̑τικό δου βασ̑ιλιά, λέει, μη δου βγάζεις όξου (Το μυστικό του βασιλιά, λέει, μην το βγάζεις παραέξω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025