όξινος
(επίθ.)
όξινος
[ˈoksinos]
Ανακ., Σινασσ., Τσαρικ.
όξ̑ινο
[oˈkʃino]
Αξ., Αραβ., Γούρδ., Φερτάκ., Φλογ.
όξ̑ινους
[oˈkʃinus]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
όξουνους
[oˈksunus]
Σίλ.
ξ̑ινό
[kʃiˈno]
Αξ.
Μεταγν. επίθ. ὄξινος. Ο τύπ. ξινός μεσν. από πρώιμ. μεσν. επίθ. ὀξινός, πβ. Νεῖλ. 1.252.1 «Γλυκάδιος μὲν τὸ ὄνομα κέκλησαι, ὀξινὸς δὲ καὶ ἀηδὴς τὸν τρόπον καθέστηκας».
1. Ξινός
ό.π.τ.
:
Το κρασί σας όξινο ’ναι
(Το κρασί σας είναι ξινό)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
Ντου λιμόν' απ' ντου πορτακάλ' όξινου 'νι
(Το λεμόνι είναι πιο ξινό από το πορτοκάλι)
Μισθ.
-Φατ.
Όλονμέρ’ αλμέζουν τα πρόβατα και ασ’ το γάλα τουν ζάζουν όξινο γάλα και τσυρί
(Κάθε μέρα αρμέγουν τα πρόβατα και από το γάλα τους φτιάχνουν γιαούρτι και τυρί)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τσ̑αλντώ ντ’ όξ̑ινου ντου γάλα
(Χτυπάω το οξύγαλα, πήζω γιαούρτι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χέκι τσι δου όξινου ντου γάλα, ντου αλυκό ντου γάλα
(Βάλε και το ξινό το γάλα, το αλατισμένο γάλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Γάλα όξ̑ινου
(Γάλα ξινό˙ γιαούρτι)
Μισθ., Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ' όϊμα τ΄ όξ̑ινο ΄ναι
(Το αίμα του είναι ξινό˙ για αντιπαθητικούς ανθρώπους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Όξινος και ξερός
(Άξινος και ξερός˙ αποστομωτική απάντηση)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Συνών.
εσκιλί
2. Συνήθ. στον πληθ., τουρσί
Αξ., Αραβ., Μισθ., Φερτάκ.
:
Όξ̑ινα πεπέρια
(Πιπεριές τουρσί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
τουρσί
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025