οξωχωριανός
(επίθ.)
αξοχωριανός
[aksoxorʝaˈnos]
Φλογ.
Από το επίρρ. όξω και το επίθ. χωριανός.
Ξένος, μη ντόπιος
Συνών.
οξωχωρίτης