οξωχωριανός
(επίθ.)
αξωχωριανός
[aksoxorʝaˈnos]
Φλογ.
Από το επίρρ. όξω και το επίθ. χωριανός.
Ξένος, μη ντόπιος
Συνών.
οξωχωρίτης
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025