ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουσακλού (ουσ. ουδ.) κουσακλί [kusaˈkli] Σίλατ. κουσ̑αχλού [kuʃaxˈlu] Μισθ. γουσ̑ακλού [ɣuʃaˈklu] Αραβαν., Μισθ. γουσαχλού [ɣusaˈxlu] Μισθ. Πληθ. γουσ̑ακλούρια [ɣuʃaˈklurʝa] Αραβαν. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuşaklı = μεγάλο κιούπι (< επίθ. kuşaklı = ο φέρων ή αποτελούμενος από επάλληλες ζώνες) (βλ. THADS, λ. kuşaklı).
Μεγάλο πιθάρι για κρασί, χωρητικότητας περ. 20 λίτρων ό.π.τ. : Πατισ̑άχος μοίρασε σεράνdα γουσ̑ακλούρια κρασί και σεράνdα μεγάλα βαρέλια σερμπέτσ̑α (O βασιλιάς μοίρασε σαράντα πιθάρια κρασί και σαράντα μεγάλα βαρέλια σερμπέτι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έπ'καμ’ τα ρετσέλια μας, τα πεκμέζια μας, τα κοφτάρια μας και ερυό γουσ̑ακλούρια κρασί (Φτιάξαμε τα ρετσέλια μας, τις μουσταλευριές μας, και δυό πιθάρια κρασί) Αραβαν. -Φωστ.