κουσακλού
(ουσ. ουδ.)
κουσακλί
[kusaˈkli]
Σίλατ.
κουσ̑αχλού
[kuʃaxˈlu]
Μισθ.
γουσ̑ακλού
[ɣuʃaˈklu]
Αραβαν., Μισθ.
γουσαχλού
[ɣusaˈxlu]
Μισθ.
Πληθ.
γουσ̑ακλούρια
[ɣuʃaˈklurʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuşaklı = μεγάλο κιούπι (< επίθ. kuşaklı = ο φέρων ή αποτελούμενος από επάλληλες ζώνες) (βλ. THADS, λ. kuşaklı).
Μεγάλο πιθάρι για κρασί, χωρητικότητας περ. 20 λίτρων
ό.π.τ.
:
Πατισ̑άχος μοίρασε σεράνdα γουσ̑ακλούρια κρασί και σεράνdα μεγάλα βαρέλια σερμπέτσ̑α
(O βασιλιάς μοίρασε σαράντα πιθάρια κρασί και σαράντα μεγάλα βαρέλια σερμπέτι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έπ'καμ’ τα ρετσέλια μας, τα πεκμέζια μας, τα κοφτάρια μας και ερυό γουσ̑ακλούρια κρασί
(Φτιάξαμε τα ρετσέλια μας, τις μουσταλευριές μας, και δυό πιθάρια κρασί)
Αραβαν.
-Φωστ.