κουσκούσι
(ουσ. ουδ.)
κ͑oυσ̑κ͑ούσ̑ι
[kʰuˈʃkʰuʃi]
Φάρασ.
κουσκούσ'
[kusˈkus]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. kuskus.
Κους κους, είδος ζυμαρικού
ό.π.τ.
:
Σ̑άνιξι μαντ͑ούια, σ̑άνιξι τίαλα δα είπαμ', τραχανάια, κουσ̑κούσ̑α, γκυλιγκίρια
(Έφτιαχνε μαντί, έφτιαχνε πώς τα είπαμε, τραχανάδες, κουσκούς, γιουβαρλάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ