κουλάκι
(ουσ.)
κουλάκ'
[kuˈlak]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
κουλάτσ̑ι
[kuˈlatʃi]
Φάρασ.
κουλάτσ̑'
[kuˈlatʃ]
Μισθ.
κουλάdζ̑'
[kuˈladʒ]
Φάρασ.
κ'λάκ'
[klak]
Αξ., Αραβ., Σίλατ., Τροχ.
κ'λάτσ̑'
[klatʃ]
Μισθ., Τσαρικ.
κουλούκι
[kuˈluci]
Σίλ.
Πιθανώς από αμάρτ. μεσν. ουσ. *κουλάκιον (πβ. το μεσν. κουλούκιον = νεογνό σκύλας, κουτάβι, σκυλάκι) από το μεταγν. σκυλάκιον = νεαρό ζώο (αρχ. σημ. ‘κουτάβι’), υποκορ. του σκύλαξ. Πβ. και νεότ. ουσ. κούλι = σκυλάκι (Λεξ. Σομ.). Βλ. και Janse & Vanderwalle (2020: 503-504).
2. Γενικότ., νεογνό ζώου
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
:
Το λερό είχεμ μπράσ̑ινα μπαρχιάκας τσούλια, φιγιού κ'λάκια
(Το νερό είχε πράσινες ακαθαρσίες βατράχου, φιδάκια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σα χέρα τ'νε έχ'νε ένα φιδιού κουλάκ'
(Στα χέρια τους έχουν ένα νεογνό φιδιού)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ήφαρε αν γκιλντάνι γλυτσ̑ύ γα, έθατσ̑εν δα σο κουλάτσ̑ι μbρο ν'dα φά'
(Έφερα μιά γαβάθα γλυκό γάλα, το απόθεσε μπροστά στο φιδάκι να το φάει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Σ̑κυλιού κουλάκ'
(Νεογνό σκύλου˙ κουτάβι)
Γούρδ.
-Dawk.
Σ̑κυλιού το κουλάκ'
(σκύλου το μικρό˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ̑κϋλιΰ κουλάκ'
(σκύλου μικρό˙ το ίδιο)
Τελμ.
-Dawk.
διαβόλ' και σ̑κυλιού κουλάκ'
(Διαβόλου και σκύλου παιδί˙ βρισιά για γυναίκες)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Λύκος να φάει τα κουλάκια σ’
(Λύκος να φάει τα μικρά σου˙ εξορκισμός για απομάκρυνση ανεμοστρόβιλου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Αρσενικό παιδί
Αξ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Γελάς, κουλάκ’, γελάς
(Γελάς, παιδί μου, γελάς)
Φλογ.
-Dawk.
Απ' έτια τα κ'λάκια εγώ ουζάντ'σα
(Απ' αυτά τα παιδιά εγώ βαρέθηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Του μέα μ’ του κ’λάτσ̑’
(Το μεγάλο μου παιδί)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Tσ̑οιμίζου ντου κ'λάτσ̑'
(Κοιμίζω το παιδί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'ντερέ να σ̑έρ' τ' άλλου ντου κ'λάτσ̑'
(Τώρα να ρίξει (την πέτρα του για το παιχνίδι) το άλλο το παιδί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γένη κοdζά κ’λάτσ̑’
(Έγινε κοτζάμ παιδί)
Μισθ.
-Μακρ.
Δυό φσ̑άχα, ένα κ'λάτσ̑’ τσ̑’ ένα κορίτσ̑’
(Δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βρε του κανένα καλό κ'λατσ' τσ̑αού να ου παντρέψουμ' ιμείς
(Βρές της κανένα καλό παιδί εδώ να την παντρέψουμε εμείς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σωρουβιένdι δα κ'λάτσα οπίσ' σου χωριό, κάουντι σου χωριό
(Μαζεύονται τα παιδιά πίσω στο χωριό, κάθονται στο χωριό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Τούρκου κουλάκ'
(Τούρκου παιδί˙ Τουρκόπουλο)
Γούρδ.
-Dawk.
Σκόλειας κ’λάτσ̑α
(Παιδιά του σχολείου˙ μαθητές)
Μισθ.
-Μακρ.
Διάβολος αν χάσ̑’ τα κουλάκια τ’ δε μο’ να τα εύρει
(Κι ο διάβολος ακόμα αν χάσει (εδώ) τα παιδιά του δεν μπορεί να τα βρεί˙ για πολύ ακατάστατο σπίτι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ντόλι, παιδί :1, τέκνο, τσοτσούκι, φσάχι :1
4. Φίδι, φιδάκι
Φάρασ.
:
Το φσ̑άκ͑ι ήφαρε αν γκιλdάνι γλυτσ̑ύ γα, έθατσ̑εν ντα σο κουλάdζ̑ι μbρο ν'dα φά'
(Έφερε μιά γαβάθα γλυκό γάλα, το απόθεσε μπροστά στο φιδάκι να το φάει)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γιλάν, κουλατζόκκο, φίδι