ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουκούρτι (ουσ. ουδ.) κ͑ουκ͑ούρτ͑ι [kʰuˈkʰurtʰi] Φάρασ. κουκούρτ' [kuˈkurt] Ανακ., Μισθ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kükürt = θειάφι.
Θειάφι ό.π.τ. : Κουκουρτιού κερί (Θειαφοκέρι) Ανακ. -Κωστ.Α. Να πάου σ’ αμπέλ’ να σ̑έρου κουκούρτ’ (Θα πάω στο αμπέλι να ρίξω θειάφι) Μισθ. -Κοτσαν.