κουκούρτι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ουκ͑ούρτ͑ι
[kʰuˈkʰurtʰi]
Φάρασ.
κουκούρτ'
[kuˈkurt]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kükürt = θειάφι.
Θειάφι
ό.π.τ.
:
Κουκουρτιού κερί
(Θειαφοκέρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Να πάου σ’ αμπέλ’ να σ̑έρου κουκούρτ’
(Θα πάω στο αμπέλι να ρίξω θειάφι)
Μισθ.
-Κοτσαν.