κουλαούζος
(ουσ. αρσ.)
κουλαβούζος
[kulaˈvuzos]
Σινασσ.
γουλαούζης
[ɣulaˈuzis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kılavuz (< παλ. τουρκ. kulavuz) = οδηγός, ξεναγός. Πβ. και λ. Κολαούζης ως ανθρωπωνύμιο ήδη από τον 14ο αι. (PLP).
Οδηγός, ξεναγός
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Του φαίνεται ο χωρίος γουλαούζης τζ̑ο ’υρεύει
(Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει˙ για κάτι αυτονόητο )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Xωριό που φαίνετ' κουλαβούζο δεν θέλ'
(Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει˙ το ίδιο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.